- ἀρδμός
- ἀρδμόςmeans of wateringmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρδμός — ἀρδμός, ο (Α) [άρδω] 1. τρόποι, μέσα ποτίσματος 2. τόπος ποτίσματος, ποτίστρα … Dictionary of Greek
ἀρδμοί — ἀρδμός means of watering masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρδμόν — ἀρδμός means of watering masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρδηθμός — ἀρδηθμός, ο (Α) άρδευση, πότισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του αρδμός] … Dictionary of Greek